- ἀκρατησία
- ἀκρατ-ησία, ἡ,A want of control, incontinence,
σπέρματος Sor. 2.47
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπέρματος Sor. 2.47
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀκρατησία — ἀκρατησίᾱ , ἀκρατησία want of control fem nom/voc/acc dual ἀκρατησίᾱ , ἀκρατησία want of control fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρατησία — ἀκρατησία, η (Α) [ἀκρατής] η αδυναμία συγκράτησης «ακρατησία σπέρματος», κατάσταση κατά την οποία το σπέρμα δεν μπορεί να παραμείνει μέσα στη μήτρα … Dictionary of Greek